Νέρωνας

Νέρωνας
ο
Ρωμαίος αυτοκράτορας (1ος αι.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ποππαία Σαβίνα — Γυναίκα του συντρόφου του Νέρωνα, του μέλλοντα αυτοκράτορα Όθωνα, και μετά δεύτερη γυναίκα του ίδιου του Νέρωνα. Για χάρη της ο Νέρωνας δολοφόνησε τη μητέρα του Αγριππίνα, και χώρισε και προκάλεσε τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας Οκταβίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Βρετανικός, Κλαύδιος Τιβέριος Γερμανικός — (Tiberius Claudius Germanicus Britannicus, Ρώμη 41 – 55 μ.Χ.). Ρωμαίος, γιος του αυτοκράτορα Κλαύδιου και της Μεσσαλίνας. Η Σύγκλητος του έδωσε την ονομασία Βρετανικός μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του πατέρα του εναντίον των Βρετανών (43 μ.Χ.). Η… …   Dictionary of Greek

  • Τιγελλίνος, Oφώνιος — (Tigellinus). Ευνοούμενος του Νέρωνα, από τη Σικελία. Κολακεύοντας τα ελαττώματα του παράφρονα αυτοκράτορα και ικανοποιώντας τις ορέξεις του, κατόρθωσε, μετά τον θάνατο του Βούρρου, να γίνει αρχηγός των πραιτωριανών και βοήθησε τον Νέρωνα, σε… …   Dictionary of Greek

  • Τιγράνης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, ως υποτελής των Αχαιμενιδών. Ο T., διέταξε τον Τιρίβαζο, έναν από τους διοικητές του, να επιτεθεί εναντίον των Ελλήνων, όταν περνούσαν μέσα από την… …   Dictionary of Greek

  • αιμοδιψής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και αιμόδιψος, η, ο αυτός που διψά για αίμα, κακούργος: Ο Νέρωνας εξελίχθηκε σ έναν από τους πιο αιμοδιψείς τυράννους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”